Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὰς ἰδέας

См. также в других словарях:

  • IDYLLIUM — Graece Ε᾿ιδύλλιον s. Ι᾿δύλλιον, carmen pastorale voce diminut. ex εἶδος s. ἰδέα, species sive imago, quod poemata rerum essent species quaedam, et in hoc genere novum semper argumentum tractaretur. Iul. Caes. Scalig. Poet. l. 1. c. 4. Propterea… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κεφαλαίωμα — κεφαλαίωμα, τὸ (Α) [κεφαλαιώ] 1. σύνολο, άθροισμα («πέντε μυριάδων τὸ κεφαλαίωμα τῶν γυναικῶν συνῆλθε», Ηρόδ.) 2. συλλογική έκφραση, συλλογικός λόγος («τοὺς τὰς ἰδέας κεφαλαιώματα λέγοντας τοῡ ἐντρέχοντος κοινοῡ τοῑς πολλοῑς», Πρόκλ.) …   Dictionary of Greek

  • Πυλαρινός, Χαράλαμπος — (Κεφαλονιά 1860 – Κάιρο 1940). Φιλόλογος και συγγραφέας. Σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα και στη Λιψία και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη γλωσσολογία. Μετά την επιστροφή του από τη Γερμανία, διορίστηκε, με σύσταση του Βλάση Γαβριηλίδη στη Νέα Ημέρα της …   Dictionary of Greek

  • λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… …   Dictionary of Greek

  • ИДЕЯ —     ИДЕЯ (греч. ἡ ἰδέα от εἴδω, inf. ἰδεῖν видеть; ср. с этимологически родственным «эйдос», τὸ εἶδος), букв, значение: внешний вид, внешность, наружность; один из основных терминов древнегреческой философии.     Термин ΙΔΕΑ до Платона.… …   Античная философия

  • видѣниѥ — ВИДѢНИ|Ѥ (474), А с. 1.Восприятие зрением, видение; обозрение, осмотр; созерцание: игранiѥ и плѩсаниѥ и гудениѥ. входѩщемъ въстати всемъ. да не осквьрнѩть имъ чювьсва. видѣниѥмь и слышаниѥмь. по оч҃кому повелѣнию. КН 1280, 513в; множицею на… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εφαρμόζω — (ΑΜ ἐφαρμόζω, Α αττ. τ. ἐφαρμόττω, δωρ. τ. ἐφαρμόσδω) 1. προσαρμόζομαι σε κάτι, έχω καλή εφαρμογή, ταιριάζω (α. «πειρήθη δ ἕο αὐτοῡ ἐν ἔντεσι... εἰ οἷ ἐφαρμόσσειε», Ομ. Ιλ. β. «τα σανίδια δεν εφαρμόζουν καλά») 2. θέτω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με… …   Dictionary of Greek

  • Καρολίδης, Παύλος — (Ανδρονίκειο Καππαδοκίας 1849 – Αθήνα 1930). Ιστορικός, πολιτικός και πανεπιστημιακός. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Κωνσταντινούπολης και στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • Πλήθων ή Γεμιστός, Γεώργιος — (Κωνσταντινούπολη 1360; – Μιστράς 1452). Βυζαντινός φιλόσοφος και κοινωνικός μεταρρυθμιστής, ένας από τους κύριους εκπροσώπους του βυζαντινού ουμανισμού. Τίποτα σχεδόν δεν είναι γνωστό για τη νεότητα και τις σπουδές του. Βέβαιο πάντως είναι ότι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»